κυριεύσει

κυριεύσει
κῡριεύσει , κυριεύω
to be lord
aor subj act 3rd sg (epic)
κῡριεύσει , κυριεύω
to be lord
fut ind mid 2nd sg
κῡριεύσει , κυριεύω
to be lord
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γριμάνης — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της οικογένειας Γκριμάνι (Grimani)από τη Βενετία, μέλη της οποίας έδρασαν στον ελληνικό χώρο. Ο Μάρκος ανήκε στον κλάδο της οικογένειας ο οποίος το 1310 κατέλαβε μαζί με τους Κουιρίνι την Αστυπάλαια. Το 1352… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • ερωτιώ — ἐρωτιῶ, άω (Α) [έρως] μέ έχει κυριεύσει ο έρωτας …   Dictionary of Greek

  • ευκολοκυρίευτος — η, ο αυτός που μπορεί να τόν κυριεύσει κάποιος εύκολα, ο ευάλωτος …   Dictionary of Greek

  • ευκολόπαρτος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν κυριεύσει εύκολα, ο ευπόρθητος, ο ευάλωτος, ο ευκολοκυρίευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + παρτος (< παίρνω), πρβλ. ά παρτος] …   Dictionary of Greek

  • καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός …   Dictionary of Greek

  • κτενάς — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα (το επώνυμο αναφέρεται και ως Χτενάς). 1. Παναγής. Ονομαζόταν και Μπατζακάτσας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Αττική τον Απρίλιο του 1821, κατετάγη στα επαναστατικά σώματα μαζί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”